Στυλιανός

Στυλιανός
I
Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Παφλαγονία. Ήταν από τους διασημότερους αναχωρητές της εποχής του. Ασκήτεψε σε μια σπηλιά στην έρημο. Ως γιατρός θεράπευε τις ανίατες ασθένειες και λέγεται ότι καθιστούσε εύτεκνες τις άτεκνες γυναίκες. Γι’ αυτό και εικονίζεται κρατώντας στην αγκαλιά του ένα βρέφος στα σπάργανα. Θεωρείται μάλιστα και προστάτης των παιδιών. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Νοεμβρίου.
II
Ημιορεινός οικισμός (23 κάτ., υψόμ. 440 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται στην κοινότητα Χώρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Γονατάς, Στυλιανός — (Πάτρα 1876 – Αθήνα 1966). Πολιτικός και στρατιωτικός. Αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων το 1897 και έλαβε μέρος στους μετέπειτα πολέμους έως το 1922. Αποστρατεύτηκε το 1924 με βαθμό αντιστρατήγου. Στην επανάσταση του 1909 διετέλεσε υπασπιστής… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξίου, Στυλιανός — I (Ηράκλειο Κρήτης 1921 –).Αρχαιολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι και στο Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Χαϊδελβέργης. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως… …   Dictionary of Greek

  • Βλασσόπουλος, Στυλιανός — (Κέρκυρα 1748 – 1822).Λόγιος. Η καταγωγή της μητέρας του ήταν από την οικογένεια Βούλγαρη. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία και ανακηρύχθηκε διδάκτορας στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Κέρκυρα. Έγραψε διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • Γαλερός, Στυλιανός — (Καλονύχτι Ρεθύμνου 1874 – 1934). Οπλαρχηγός της Κρήτης, εθνικός αγωνιστής. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες για την απελευθέρωση του νησιού. Στην επανάσταση του Θερίσου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον χρησιμοποίησε σε εμπιστευτικές αποστολές. Το 1912… …   Dictionary of Greek

  • Δεβάρης, Στυλιανός — (Λευκάδα 1745 – 1813). Αγιογράφος. Ως ζωγράφος ακολούθησε άλλοτε την ιταλική και άλλοτε τη βυζαντινή τεχνοτροπία. Έργα του βρίσκονται στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας και σε ναούς της Λευκάδας. Αναφέρεται και ως Δεκάρης …   Dictionary of Greek

  • Κορρές, Στυλιανός — (Κωμιακή Νάξου 1910 – 1989). Φιλόλογος και πανεπιστημιακός. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στα πανεπιστήμια του Βερολίνου και της Ιένα. Το 1947 αναγορεύθηκε διδάκτορας της φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου …   Dictionary of Greek

  • Λυκούδης, Στυλιανός — (Κέρκυρα 1807 – 1884). Συνταγματάρχης του πυροβολικού. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην πατρίδα του. Το 1826 εγκατέλειψε την Ιόνιο Ακαδημία και μετέβη στο Ναύπλιο, όπου κατατάχθηκε ως απλός πυροβολητής στο σώμα του τακτικού στρατού.… …   Dictionary of Greek

  • Σεφεριάδης, Στυλιανός — Έλληνας νομομαθής (Σμύρνη 1873 Παρίσι 1951). Έπειτα από λαμπρές σπουδές στο Αιξ (Προβηγκία) και στο Παρίσι ονομάστηκε διδάκτωρ της νομικής σχολής του Παρισιού, με τη διατριβή Κριτική μελέτη περί της θεωρίας της αιτίας (1898). Κατόπιν δικηγόρησε… …   Dictionary of Greek

  • Σκλάβαινας, Στυλιανός — Πολιτικός (1907 1941). Καταγόταν από τη Σίφνο και από νωρίς πήρε μέρος στο εργατικό κίνημα. Οργανώθηκε στο KKE του οποίου αναδείχτηκε ηγετικό στέλεχος. Το 1936 εκλέχτηκε βουλευτής και την ίδια εποχή διατέλεσε αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδας… …   Dictionary of Greek

  • Σταυρούδης, Στυλιανός — Αγωνιστής από την Κρήτη (1838 1906). Πήρε μέρος στις επαναστάσεις του 1858, 1866 1869 και 1878. Αργότερα εγκαταστάθηκε στα Χανιά και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Το 1879 εκλέχτηκε βουλευτής στα Σφακιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”